Citizens of Lemesos: Παντελής ο Ράφτης: Για μισό αιώνα και, ράβει (σ)την καρδιά της πόλης μας

Κοινοποίηση:

Της Μαρίας Ιζαμπέλλας Αχιλλέως

Τον γνώρισα, πέρσι όταν του πήρα κάποια ρούχα για επιδιόρθωση. Είχε πάντα κάποια ιστορία να μου πει και οι κουβέντες του δεν ήταν ουδέποτε επιπόλαιες, ακόμη κι όταν έκανε πλάκα. Ποια ήταν η ζωή του ράφτη στα παλαιότερα χρόνια και ποια σήμερα; Ποια είναι η δική του οπτική στο νησί του «ράβε-ξήλωνε», που όλα προχωρούν όλα μένουν στάσιμα συνάμα; 
 
Ονοματεπώνυμο; 
Παντελής Ράφτης. 


 
Επίθετο δεν έχεις ή τόσο πολύ ταυτίστηκε το ονοματεπώνυμό σου η δουλειά σου; 
Βεβαίως, έχω… Τρύφωνoς. Αλλά ναι, έτσι με φωνάζουν και με αναγνωρίζουν όλοι τόσα χρόνια. Ο Παντελής ο ράφτης. 


 
Πόσα χρόνια έχει που άνοιξες το δικό σου ραφτάδικο; 
Α Παναΐα μου… Θα σου πω την ημερομηνία και θα το βρεις εσύ γιατί εγώ δεν είμαι καλός στις προσθέσεις. Το 1966, Οκτώβριο, άνοιξα το πρώτο δικό μου μαγαζί. 


 
Άρα κλείνεις σχεδόν 56  χρόνια με δικό σου ραφτάδικο. Μίσος αιώνας, κύριε Παντελή.  
Μίσος αιώνας, ναι.  
 
 
Έτσι ξεκίνησες, αυτοδίδακτος; 

Όχι, προηγουμένως ήμουν υπάλληλος σε μαστόρους και έμαθα την τέχνη, μέχρι που άνοιξα το δικό μου μαγαζί. Από το 1955 εργαζόμουν ήδη σε μάστρο, σε εργοδότη δηλαδή. Μάλιστα, όταν ήρθα από την Πάφο, έμενα στον Άγιο Γιάννη. Θυμάμαι τότε ερχόμουνα περπατητός. Δεν είχε ούτε λεωφορείο. Δεν είχε τίποτα σχεδόν στον δρόμο που να θυμίζει το τώρα, καθώς προχωρούσα να φτάσω στην οδό Ελλάδος που εργαζόμουν. 


 
Πού γεννήθηκες; 
Στην Τίμη, της Πάφου, ένα μικτό χωριό. Είχαμε φίλους Τουρκοκύπριους. Τα σχολεία μας ήταν δίπλα – δίπλα. Ακόμη και στην εκκλησία ερχόντουσαν καμιά φορά. Έρχονταν σπίτι μας για φαγητό και στους γάμους πήγαιναν τζιαι γριστιανοί τζιαι Τούρκοι. 


 
Και πώς κατέληξες Λεμεσιανός; 
Οι Παφίτες εκείνα τα χρόνια έρχονταν Λεμεσό γιατί δεν υπήρχαν δουλειές. Είχα ήδη εδώ αδελφή που δούλευε στο  Κουμποποιείο της πόλης, εργοστάσιο που έφτιαχνε κουμπιά, και αδελφό σκαρπάρη, που έφτιαχνε παπούτσια. 


 
Οικονομικοί μετανάστες δηλαδή, εντός της χώρας; 
Ε, ναι πού να πάμε; Να μείνουμε να πεινάσουμε; Τον καιρό μας είχαμε φτώχια. Ένα γρόσι δεν βαστούσαμε. 


 
Πώς ήταν παλιά το επάγγελμα; 
Δούλεψα πολύ σκληρά. Τότε δεν υπήρχαν τα έτοιμα. Μέσα στις γιορτές Πάσχα, Χριστούγεννα, δούλευα ασταμάτητα. Μπορεί να είχα να ράψω 30 κουστούμια. Έπρεπε να τα τελειώσουμε. Ο κόσμος ήθελε να πανίσει τα ρούχα του. Πόσες νύχτες δούλευα ενώ ο κόσμος πήγαινε στην Ανάσταση και εμένα με θυμάμαι στο μαγαζί να δουλεύω;  


 
Και τώρα, πώς είναι οι δουλειές; 

Εγώ προσωπικά ησύχασα. Ήταν τόση η πίεση. Οπότε τώρα, οι επιδιορθώσεις σε ήδη έτοιμα ρούχα σε σχέση με το τι δουλειές έκανα πριν, είναι αέρας για μένα. 
 
 
Πώς περνάς τα τελευταία χρόνια; 
Το άσχημο είναι ότι δεν παίρνω αρκετή σύνταξη. Οπότε δυσκολεύομαι. Να σου πω και μια ιστορία. Χρωστούσα κάποια χρήματα, ακριβώς επειδή βρέθηκα σε δύσκολη θέση και δεν μπορούσα να τα πληρώσω. Λέω στον δικαστή: Μα κύριε δικαστά, αφού δεν πλήρωσα ακριβώς επειδή δεν είχα λεφτά και θα μου βάλεις και πρόστιμο να χρωστώ κι άλλα; 


 
Όντως μέσα στη μικρή σου ιστορία κρύβεται η αδικία και η αντίφαση του νομικού μας συστήματος. Το απάνθρωπο πρόσωπό του. Και τελικά, σε άκουσε ο δικαστής; 
Μου είπε να σιωπήσω για να μην με βάλει και φυλακή. Και σιώπησα. Τι να κάνω; Δεν είμαι «παραπόττης». Δεν έκλεψα. Έπρεπε να πληρωθούν ναι, αλλά άνθρωποι είμαστε και έτυχε και κόψαμε μέσα. 


 
Ποσών χρονών είσαι, κύριε Παντελή μου; 
Δεν σου λέω για να μη στεναχωρεθείς (γελάει).  83 χρόνων κι ακόμη δεν έβαλα γυαλιά για να βάζω την κλωστή στη μηχανή. 


 
Πιστεύω θα είσαι ο πιο μεγάλος σε ηλικία εν ενεργεία ράφτης στην πόλη μας. Πώς είναι να δουλεύεις στην καρδιά της πόλης; 
Έμαθα να κινούμαι με το ποδήλατο. Και με έχουν μάθει όλοι. Είναι δύσκολο να κυκλοφορείς με το αυτοκίνητο. 


 
Πολιτικά; Κόβεται και ράβεται το κυπριακό; Θα βρεθεί λύση; 
Κάποτε ανήκα στα κόμματα. Αλλά πλέον, είπα στοπ. Και τώρα στις εκλογές ακούω πολλά. Οι περισσότεροι πολιτικοί «εν ούλλοι φάτε τώρα που έσιει». Είσαι μορφωμένη και εγώ αμόρφωτος, καταλάβεις τι γίνεται. 


 
Αυτά κύριε Παντελή, για μένα δεν ισχύουν. Είδα πολλούς αμόρφωτους μορφωμένους και το αντίστροφο. Πώς βλέπεις την πόλη μας σήμερα; 

Η πόλη μας έχει ανάπτυξη σε μεγάλο βαθμό. Εν πράμα που φαίνεται. Και απέκτησε και μεγάλη έκταση. Και πολυκοσμία. Τις εποχές εκείνες ήμασταν λίγος κόσμος και γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Όποιος περνούσε από το ραφτάδικο με χαιρετούσε. Τώρα μπορεί να υπάρχει μέρα που να μην με χαιρετίσει πλάσμα. 


 
Τα ρούχα επιδιορθώνονται. Στη ζωή τα λάθη διορθώνονται; 

Έχει και αδιόρθωτα, δυστυχώς, μα τα πιο πολλά διορθώνονται. Έτσι, έμαθα να ζητώ συγνώμη όταν κάνω λάθος. 


 
Είχε πολλές κουβέντες να μου πει ακόμη αλλά έπρεπε να φύγω. Φεύγω με την εικόνα του να κάθεται πίσω από τη ραπτομηχανή του να δουλεύει, στο μαγαζάκι του. Ένα μαγαζάκι μια σταλιά μα στοιβαγμένο από ρούχα και ιστορίες. 


 

Banner

Σχετικά άρθρα

Ο Κωνσταντίνος Αβραάμ είναι ένας νεαρός κοινωνιολόγος, παράδειγμα της ταλαντούχας μα αδικημένης νέας γενιάς της πόλης μας, περιγράφει τη ζωή...
Νext bike popup